- ἄφερτος
- ἄφερτοςinsufferablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άφερτος — η, ο (Α ἄφερτος, ον) αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη 2. αυτός που δεν έχει έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερτός < φέρω] … Dictionary of Greek
άφερτος — η, ο αυτός που δεν κομίστηκε ή δεν ήρθε: Είναι ακόμη άφερτοι από την εξοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄφερτον — ἄφερτος insufferable masc/fem acc sg ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφερτα — ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek